Παραμένει άλλωστε ανοιχτό το ερώτημα σχετικά με το πόσο καλύτερα προσεγγίζουμε ένα συγγραφέα μέσα από την εξιστόρηση της ζωής του. Επηρεάζει άραγε την κρίση του αναγνώστη η γνώση ότι ο συγγραφέας είναι αλκοολικός ή ότι έχει αμέτρητους εραστές; Αναμφίβολα όχι. Η προσωπική επεξεργασία των συναισθημάτων από το συγγραφέα και η δημιουργική τους μετάγγιση στο χώρο της λογοτεχνίας είναι αυτή που θ’ αγγίξει ή όχι τον κάθε αναγνώστη. Από την άλλη πλευρά, η προσωπική στάση του συγγραφέα στο κοινωνικό του «γίγνεσθαι», η συμμετοχή του ή η απουσία του στα δρώμενα της εποχής του, αποβαίνει για κάποιους αναγνώστες καθοριστικός παράγοντας απαξίωσης και του έργου του.

Μια άλλη προβληματική επίσης αφορά τη σχέση του βιογράφου με το βιογραφούμενο πρόσωπο. Το όλο εγχείρημα παίρνει τελείως άλλες διαστάσεις όταν οι προθέσεις του βιογράφου περιορίζονται στο να σκιαγραφήσουν ένα πρόσωπο, όταν συγγράφουν απλά μια καθαρά πληροφοριακή βιογραφία, όταν η βιογραφία είναι κριτική, ερμηνευτική, μυθιστορηματική, όταν γράφεται για κάποιον ειδικό σκοπό, όταν η βιογραφία καταγράφεται σε ένα συλλογικό έργο και όταν, τέλος, ο βιογράφος έχει άμεση εμπειρία και γνώση του βιογραφούμενου προσώπου.

Η Λωρ Αντλέρ, που ύστερα από μια προσωπική της περιπέτεια, διαβάζει το «Φράγμα στον Ειρηνικό» στέλνει ένα γράμμα στη Μαργκερίτ Ντυράς. Δύο μέρες μετά, αυτή της απαντά. Η Αντλέρ ζει τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της Ντυράς και προχωρά στη συγγραφή της βιογραφίας της.

Η Λωρ Αντλέρ επιτυγχάνει να υπερβεί τους σκοπέλους που παρατηρούνται σε μια βιογραφία που δε θέλει να είναι σκανδαλοθηρική, αλλά να είναι αρκετά πιστή στο πρόσωπο που βιογραφείται. Πως; Συντάσσοντας μια βιογραφία και όχι μια αγιογραφία της Μαργκερίτ Ντυράς. Η ίδια δεν υποστηρίζει ότι ξεδιάλυνε το μυστήριο Ντυράς. Αλλά προσπαθεί να δείξει όλες τις πλευρές.

Το μεγαλύτερο ίσως εμπόδιο για τη συγγραφή της βιογραφίας της Ντυράς είναι ότι η ίδια αυτοβιογραφούνταν στα περισσότερα της βιβλία με πρόθεση όμως όχι να δείξει το αληθινό της πρόσωπο, αλλά να δημιουργήσει μια εικόνα αρεστή από την ίδια και αποδεκτή από τον περίγυρό της.

Η Μαργκερίτ Ντυράς-η φιγούρα που σημάδεψε τον κόσμο της γαλλικής διανόησης-η γυναίκα που όταν μιλούσε για τον εαυτό της στους άλλους δεν χρησιμοποιούσε το «εγώ», αλλά το τρίτο πρόσωπο λέγοντας «η Ντυράς», η γυναίκα που σε κάποια στιγμή ομολόγησε ότι αν δεν ήταν η Ντυράς δε θα άντεχε τη Ντυράς, είναι μια συγγραφέας που γεύτηκε ισόποσα και τη λατρεία και την απόρριψη από τους αναγνώστες και τους κριτικούς.

Η βιογραφία της Λωρ Αντλέρ δίνει επιχειρήματα και στους θαυμαστές και στους επικριτές της.

Υπάρχουν πολλά σκοτεινά σημεία στη ζωή της Μαργκερίτ Ντυράς στα οποία η Λωρ Αντλέρ ρίχνει άπλετο φως.

Οι αναγνώστες θα αναγνωρίσουν στο πρόσωπο της μητέρας της Μαργκερίτ όλα εκείνα τα στοιχεία, την αυταρχικότητα, το πείσμα, τη δύναμη ν’ αντιστέκεται και να αψηφά οποιοδήποτε εμπόδιο είτε αυτό προέρχεται από τη γραφειοκρατία, είτε από τη φύση και την επιμονή στο να πετύχει να ζήσει και μάλιστα να πλουτίσει, που στον ίδιο βαθμό εντοπίζονται και στη Μαργκερίτ με τη μόνη διαφορά ότι στην κόρη τα στοιχεία αυτά θα οδηγήσουν στην επιτυχία και στην αναγνώριση.

Η μητρική φιγούρα θα είναι μια από τις λογοτεχνικές εμμονές της Ντυράς. Σ’ ένα μάλιστα από τα πρώτα της βιβλία «Το Φράγμα στον Ειρηνικό», η μητέρα της είναι η πρωταγωνίστρια, αλλά όταν της το δίνει να το διαβάσει αυτή την κατηγορεί ότι την εξέθεσε στον κόσμο κατηγορώντας την για την αποτυχία της. Η Ντυράς πάντα προσπαθούσε να τραβήξει την προσοχή της, για τη μητέρα της όμως ο κόσμος όλος ήταν μόνο ο μεγάλος της γιος.

Το πρώτο βιβλίο της Ντυράς «Η Γαλλική Αυτοκρατορία» είναι ένα έργο που γράφτηκε κατά παραγγελία της Γαλλικής κυβέρνησης για να εκθειάσει τους λόγους για τους οποίους οι λευκοί πρέπει να συνεχίσουν να κυβερνούν τους μαύρους στις αποικίες. Είναι ένα βιβλίο, το οποίο η ίδια στη συνέχεια επιχείρησε να το αποκηρύξει.

Η περίοδος της Κατοχής από τους Γερμανούς βρίσκει την Ντυράς να εργάζεται στην επιτροπή που ήταν επιφορτισμένη με το καθήκον να μοιράζει το χαρτί στους εκδοτικούς οίκους. Η επιτροπή αυτή σαφέστατα συνεργαζόταν με τους κατακτητές, αφού συγγραφείς ή εκδοτικοί οίκοι που δε συμμορφώνονταν στη λογοκρισία δεν έβρισκαν χαρτί για να εκδόσουν τα βιβλία τους.

Κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Αντίστασης η ίδια συνήψε σχέσεις (ερωτικές;) με τον Ντελβάλ ένα συνεργάτη των Γερμανών προκειμένου να σώσει τον τότε σύζυγό της Ρομπέρ Αντέλμ. Όταν στη συνέχεια, ο Ντελβάλ, δικαζόταν η ίδια δε δίστασε να παρευρεθεί στη δίκη και να συμβάλλει στην καταδίκη του.

«Θα αυτοκτονήσω αν δεν εκδοθεί το βιβλίο μου». Με τα λόγια αυτά απειλεί τον Γκαλιμάρ για να προχωρήσει στην έκδοση του βιβλίου της. Ο εκδοτικός οίκος είχε ήδη απορρίψει το πρώτο της, αλλά η ίδια ήταν αποφασισμένη να προχωρήσει σ’ αυτό που ήδη είχε αποφασίσει ότι θα είναι το μόνο της επάγγελμα: τη συγγραφή.

«Τ’ Αλογάκια της Ταρκίνια» είναι επίσης ένα βιβλίο το οποίο εκθέτει ένα φιλικό της ζευγάρι, το ζεύγος Βιττορίνι με τους οποίους διατηρούσε πολύ στενές επαφές. Η Μαργκερίτ παρά τη διαφωνία των οικείων της να μην προχωρήσει στην έκδοσή του το δημοσίευσε και μάλιστα με προσωπική αφιέρωση στους δύο της φίλους.

Μέσα στη συγγραφική της παραγωγή βρίσκεται και ένα βιβλίο « Η Οδύνη» στο οποίο δε δίστασε να αποκαλύψει τις προσωπικές στιγμές του συζύγου της Ρομπέρ Αντέλμ κατά τη διάρκεια της παραμονής του σε στρατόπεδο των Ναζί κατακτητών.

Με το «Γιαν Αντρέα Στάινερ» εκθέτει τον τελευταίο της –επί μια δεκαετία-σύντροφο και εραστή, κοινοποιώντας τις ομοφυλοφιλικές του επιθυμίες, τις σκέψεις και τα όνειρά του. Αλλά και ο ίδιος ο Γιαν Αντρέα, τέσσερα χρόνια μετά το θάνατο της Ντυράς, προχώρησε στη συγγραφή του «Εκείνος ο έρωτας»-μια ερωτική επιστολή που απευθύνεται στη γυναίκα που έζησαν μαζί δεκαέξι χρόνια. Αυτή η έκδοση δεν αποτελεί άραγε μια περίπτωση καπηλείας από την πλευρά του για την κοινή του ζωή με τη Μαργκερίτ;

Η Ντυράς γράφει, γράφει ακατάπαυστα, θεωρεί ότι μόνο μέσα από τα γραπτά της μπορεί να ανασυνθέσει και να κατανοήσει τον εαυτό της. Στη Ντυράς τα γραπτά είναι ανακυκλώσιμα. Όλα τα γραπτά της δουλεύονται συνέχεια και σε μεταγενέστερες περιόδους όταν οι ιδέες ωριμάζουν αποτελούν ένα νέο συγγραφικό εγχείρημα.
Παράλληλα σκηνοθετεί τη μία ταινία μετά την άλλη. Δε μένει ασυγκίνητη και από τις σειρήνες των εφημερίδων που της ζητούν άρθρα της. Η ανάγκη για χρήματα και για δόξα είναι το ίδιο ισχυρές. Μέσα σ’ όλη αυτή την λογοτεχνική παραγωγή το μέτρο χάνεται συχνά. Μ’ ένα άρθρο της κατάφερε να σηκώσει θύελλα διαμαρτυριών. Πρόκειται για την υπόθεση της Κριστίν Βιλλεμάν μιας μητέρας που κατηγορήθηκε για το φόνο του γιου της. Η Ντυράς αισθάνεται να ταυτίζεται μ’ αυτή τη γυναίκα και στο άρθρο της υπαινίσσεται την ενοχή της περιγράφοντάς την ως μία γυναίκα «έξοχη, αναπόφευκτα έξοχη». Μέσα στη θύελλα των διαμαρτυριών που προκάλεσε το άρθρο της προσπάθησε στη συνέχεια να το ανασκευάσει αναγνωρίζοντας έμμεσα το λάθος της και επικρίνοντας για μια ακόμη φορά αυτούς που δεν την καταλαβαίνουν.

Η Ντυράς γράφει ακόμα και δύο χρόνια πριν το θάνατό της το «Τελεία και Παύλα», ένα βιβλίο με το οποίο ξεκίνησε μια μεγάλη πολεμική εναντίον της.

Η Ντυράς επίσης, είχε κατηγορηθεί για την αστάθεια που χαρακτήριζε και τις πολιτικές της τοποθετήσεις. Από την έμμεση συνενοχή της στους Ναζί περνάει στο Εθνικό Κίνημα Κρατουμένων Πολέμου και Εκτοπισμένων μια ομάδα της οποίας επικεφαλής ήταν ο Μιτεράν, η αντιστασιακή όμως δράση του κινήματος αυτού έχει έντοντα αμφισβητηθεί από τους σύγχρονους Γάλλους ιστορικούς. Στη συνέχεια η Ντυράς αποκόπτει τους δεσμούς της με το Μιτεράν και γίνεται μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος της Γαλλίας, από το οποίο θα διαγραφεί. Για τη διαγραφή της θεωρούσε υπεύθυνο τον Χόρχε Σεμπρούν ο οποίος μετέφερε στο κόμμα τις έντονες επικρίσεις της για τη λειτουργία του. Με το Μιτεράν συνδέεται ξανά το 1981 και έκτοτε θα γίνει θερμή υποστηρίκτρια του.

Δεν παύει να προκαλεί και ερωτηματικά το γεγονός ότι η ίδια κράτησε εμφανώς τις αποστάσεις της από τον Σαρτρ και τη Σιμόν ντε Μπωβουάρ και δημιούργησε ένα δικό της κύκλο. Με τη Μπωβουάρ είχε δημιουργηθεί μια εχθρική ατμόσφαιρα και για προσωπικούς λόγους (διεκδικούσαν τον ίδιον άντρα-τον Ζακ Λωρέν Μποστ), οι λόγοι όμως πρέπει να αναζητηθούν μάλλον στη διαφορετική αντίληψη της συγγραφής.

Ολοκληρώνοντας ο αναγνώστης τη βιογραφία της Ντυράς θα βρεθεί αντιμέτωπος με κάποια ερωτήματα. Αναμφίβολα ο συγγραφέας εμπνέεται από τις προσωπικές του εμπειρίες για να βρει θέματα συγγραφής, μέχρι ποιο βαθμό όμως μπορεί να προχωρήσει; Από την άλλη και η ίδια η Ντυράς δε δίστασε να εκθέτει τον εαυτό της. Έγραψε για τον αλκοολισμό της, τις ερωτικές της εμπειρίες, τους φόβους της, τις εμμονές της. Όσο διέλυε τις λέξεις για να φτάσει στην ουσία, όσο διέλυε τις εικόνες για να δημιουργήσει τον νέο επαναστατικό κινηματογράφο, με τον ίδιο τρόπο διέλυε και τη ζωή της.

«Γράφω για να μετατοπιστώ από μένα στο βιβλίο. Για να ελαφρύνω από σπουδαιότητά μου. Να την πάρει το βιβλίο αντί για μένα. Για να μακελευτώ, να καταστραφώ, ν’ αφανιστώ στη γέννα του βιβλίου. Να εκχυδαϊστώ. Να ξαπλώσω μες στο δρόμο. Πετυχαίνει. Όσο γράφω, υπάρχω λιγότερο».

Έφη Παυλογεωργάτου
Αύγουστος 2004