Ο Μπύχνερ και ο Ντίκενς λοιπόν επιλέγουν να μιλήσουν για τη Γαλλική Επανάσταση.Γεννιούνται όμως κάποια ερωτήματα: γιατί επέλεξαν ως θέμα τους την σημαντικότερη πολιτική και κοινωνική επανάσταση του 18ου αιώνα; Γιατί απ’ όλες τις περιόδους της επανάστασης αυτής επέλεξαν την τριετία 1790-1793 κατά την διάρκεια της οποίας κυριαρχούσε η τρομοκρατία, η διαμάχη για την εξουσία και ο απαγχονισμός χιλιάδων ανθρώπων στη γκιλοτίνα; Ποιο είναι, τέλος, το μήνυμα που θέλησαν να περάσουν;

Η υπόθεση του θεατρικού έργου «Ο θάνατος του Δαντόν» είναι η αποτυχία της Γαλλικής Επανάστασης που δίνεται μέσα από την ιδεολογική αναμέτρηση των πρωτεργατών της, Δαντόν και Ροβεσπιέρου. Ο μεν Δαντόν αποποιείται τη θέση που είχε εκφράσει στην αρχή της επανάστασης, παρουσιάζεται μετανοημένος μετά το αιματοκύλισμα των «Σεπτεμβριανών», διαφωνεί με τις συνεχιζόμενες και αναίτιες «πολιτικές» δολοφονίες, υιοθετεί μια πιο διαλλακτική θέση και απαιτεί «να κάνουμε οικονομία στο ανθρώπινο αίμα». Θεωρεί τον εαυτό του σωτήρα της επανάστασης (συμμετείχε στον νικηφόρο πόλεμο εναντίον των εξωτερικών εχθρών της Γαλλίας) και αυτό τον κάνει να πιστεύει ότι είναι από τους μόνους που μπορούν να βοηθήσουν στην εδραίωσή της.

Ο δε Ροβεσπιέρος παρουσιάζεται αδιάλλακτος και πιστεύει ότι η «Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας» που ίδρυσε πρέπει να συνεχίσει το έργο της, δηλ. να προχωράει ανεμπόδιστα στην εκκαθάριση των ύποπτων και «αντιεπαναστατικών» στοιχείων.

Στην κορύφωση του έργου ο μετανοημένος Δαντόν, ενώ προηγουμένως είχε έγκαιρα προειδοποιηθεί, αρνείται τη φυγή προκειμένου να σωθεί και προτιμά να οδηγηθεί σε μία παρωδία δίκης. Ξεσκεπάζει την αδικία που συντελείται, αλλά το τέλος του είναι προδιαγεγραμμένο, αφήνεται όμως να διαφανεί ότι το ίδιο μοιραίο τέλος περιμένει και τον Ροβεσπιέρο.

Ο Μπύχνερ παρουσιάζει δραματοποιημένα τη σύγκρουση μεταξύ των δύο πρωταίτιων σε μια κρίσιμη στιγμή της επανάστασης: ο γαλλικός λαός εξακολουθεί να πεινάει, δεν έχει κατακτήσει κανένα από τα δικαιώματα για τα οποία πολέμησε και παρουσιάζει μία ιδιαίτερα ευμετάβλητη συμπεριφορά. Ακολουθεί κάθε φορά και διαφορετικό ηγέτη και με την ίδια ευκολία προχωρά στον απαγχονισμό αυτών που λίγο πιο πριν τους είχε υποδεχτεί ως σωτήρες. Ο συγγραφέας χωρίς να παίρνει ανοιχτά θέση για το ποιος από τους δύο «άξιζε» να ηγηθεί της επανάστασης, καθώς θεωρεί ότι είναι δύο πρόσωπα των οποίων τα κίνητρά τους είναι μελανά, (αίτημα άλλωστε κάθε ιστορικού είναι να διατηρεί μια αντικειμενική σκοπιά και να μην προχωρά στη διατύπωση υποκειμενικών κρίσεων) φαίνεται όμως ότι η συμπάθειά του κλίνει προς τον Δαντόν.

Ο Ντίκενς εξιστορεί την ιστορία μιας οικογένειας στην πορεία της οποίας ακούγονται τα ίχνη της επανάστασης. Στην ουσία πρόκειται για μια παράλληλη πορεία της επανάστασης και των ανθρώπων. Τέσσερις ήρωες: ο δρ. Μανέτ, η κόρη του Λούσι, ο σύζυγός της Τσαρλς Ντάρνεϊ και ο Σίντνεϊ Κάρτον χαράζουν τις προσωπικές τους διαδρομές τόσο στην Αγγλία όσο και στη Γαλλία, καθώς η ζωή τους κρατά δεσμούς και με τις δύο πόλεις. Η ιστορία τους ξεκινά το 1775 και στον απόηχο των βημάτων τους ακούγεται ο αναβρασμός της επανάστασης. Τους ήρωες τους παρακολουθούμε μέχρι το 1793. Το μυθιστόρημα λοιπόν αναπτύσσεται σε δύο άξονες: από τη μία ξετυλίγεται η μακροϊστορία της σημαντικότερης επανάστασης του 18ου αιώνα, από την άλλη υπάρχει η μικροϊστορία των απλών ανθρώπων. Ο Ντίκενς στο έργο αυτό καλύπτει χρονικά την περίοδο πριν την Επανάσταση, τις απαρχές της καθώς και την κορύφωσή της.

Τα αίτια της επανάστασης προβάλλονται ξεκάθαρα: πείνα, φτώχεια, ανήμποροι και άπληστοι ηγέτες, καταπάτηση όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η έκρηξη της επανάστασης που προετοιμαζόταν χρόνια δε θα αργούσε να ξεσπάσει. Η συσσωρευμένη οργή τόσων δεκαετιών γρήγορα θα εκτρέψει την επανάσταση σε μονοπάτια όπου το δίκαιο που ήταν το ζητούμενο των επαναστατών θα χαθεί από τα μάτια τους. Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο από δίκες εικονικές στις οποίες αθώοι πολίτες γίνονται βορά των διεφθαρμένων μαρτύρων και ενός κοινού διψασμένου για αίμα του οποίου οι διαθέσεις μεταβάλλονται ανάλογα με την ικανότητα του ρήτορα. Χιλιάδες είναι οι νεκροί που με το αίμα τους πότισαν την ακόρεστη δίψα της γκιλοτίνας.

Μέσα στο κλίμα αυτό, ο δρ. Μανέτ έγκλειστος επί δεκαεφτά χρόνια στη Βαστίλλη (ένα από τα θύματα των «λευκών σελίδων», κατηγορητήρια πλαστά για να εκδιώξει η απολυταρχία τους αντιπάλους της), σώζεται με τη βοήθεια της κόρης του Λούσις και του πιστού του φίλου και διαφεύγει ψυχικά καταρρακωμένος στην Αγγλία για να επουλώσει τις πληγές του. Η κόρη του παντρεύεται τον Τσαρλς Ντάρνεϊ και τίποτα δε φαίνεται ικανό να σκιάσει την οικογενειακή τους ευτυχία. Η έκρηξη όμως της επανάστασης αλλάζει τελείως το σκηνικό. Ο Ντάρνεϊ, ο οποίος είχε αισθανθεί ότι η ζωή του είχε αδρανήσει, αποφασίζει να μεταβεί στη Γαλλία, καθώς πιστεύει ότι με τη δική του καθοδήγηση μπορεί να «σωθεί» η επανάσταση. Στην πορεία της ιστορίας αποκαλύπτεται ότι είχε και προσωπικά κίνητρα. Ως γόνος παλιάς γαλλικής αριστοκρατικής οικογένειας (την οποία είχε αποκηρύξει και γι’ αυτό διέφυγε στην Αγγλία) θέλησε να αποκαταστήσει την τιμή του από τις αδικίες που είχαν διαπράξει οι συγγενείς του.

Τα αγνά κίνητρά του όμως δεν θα τον βοηθήσουν. Συλλαμβάνεται αμέσως και τότε καταφθάνουν στη Γαλλία ο δρ. Μανέτ, στον οποίο η επανάσταση δρα καταλυτικά, καθώς τον ξυπνά από το λήθαργό του και τον κάνει να αισθανθεί ξανά σίγουρος για τον εαυτό του και η Λούσι. Η ελευθέρωση του Ντάρνεϊ αποδεικνύεται πολύ δύσκολη. Συνεχείς ανατροπές και διεφθαρμένοι μάρτυρες καθιστούν αδύνατη τη σωτηρία του. Το αίσιο τέλος θα επέλθει με την αυτοθυσία του Κάρτον, ο οποίος θ’ ανέβει στη γκιλοτίνα αντί του Ντάρνεϊ.

Πέρα όμως από τα κεντρικά αυτά πρόσωπα των οποίων η ζωή επηρεάζεται ποιλοτρόπως από την επανάσταση  και άλλοι όπως ο δρ. Μανέτ ενδυναμώνουν, ενώ άλλοι όπως ο Ντάρνεϊ αποδυναμώνουν, υπάρχουν και δευτερεύοντες χαρακτήρες η εξέλιξή των οποίων από απλούς καθημερινούς ανθρώπους σε αιμοσταγείς θύτες φαίνεται να είναι αποτέλεσμα της διαφθοράς της επανάστασης.

Ο Ντίκενς είναι ένας νηφάλιος και αντικειμενικός παρατηρητής. Όσο δίκαιη και αν θεωρεί ότι ήταν η αρχή της επανάστασης σε καμία περίπτωση δε δικαιολογεί την τροπή της. Ο συγγραφέας μένει πιστός στην ιστορική του πηγή και δεν παρασύρεται από τις διάσπαρτες φήμες. Όταν οι διαδόσεις μιλούσαν για δεκάδες χιλιάδες θύματα, στο μυθιστόρημα  αναφέρεται έναν αριθμός σκοτωμένων πολύ κοντά στον αληθινό.

Ένας συγγραφέας καταρχήν αφουγκράζεται το κοινωνικό «γίγνεσθαι» της εποχής του,  το οποίο φιλτράρεται μέσα απο την κοσμοθεωρία του.

Η Γερμανία του Μπύχνερ στα χρόνια συγγραφής του έργου βρίσκεται σε μία κατάσταση παρόμοια με αυτή που επικρατούσε στη Γαλλία πριν την έκρηξη της επανάστασης του 1789. Ο επανασταστικός αναβρασμός είναι διάχυτος. Ο φιλελευθερισμός που ζητούσε να έχει η αστική τάξη στην εξουσία οδήγησε στην επανάσταση του 1848 των εργατών και μικροαστών, η οποία όμως απέτυχε.

Ο Μπύχνερ δεν έμεινε ασυγκίνητος από το φιλελεύθερο πνεύμα της εποχής του. Γρήγορα συνδέθηκε με τα πιο επαναστατικά πνεύματα, ίδρυσε την «Κοινωνία για τ’ ανθρώπινα δικαιώματα» και δημοσίευσε ένα πολιτικό φυλλάδιο τον «Μηνύτωρ της Έσσης», που θεωρήθηκε ένα από τα πιο πνευματώδη πολιτικά κείμενα της γερμανικής γλώσσας. Η κυκλοφορία του φυλλαδίου αυτού παρ’ ολίγον να οδηγούσε στη σύλληψή του, την οποία όμως απέφυγε δραπετεύοντας στην Ελβετία. Κοινά σημεία επίσης είχε με την ομάδα «νέα Γερμανία», μία ομάδα συγγραφέων με σκοπό την πολιτικοποίηση της λογοτεχνίας για τον αγώνα κατά της απολυταρχίας και του θρησκευτικού δογματισμού. Η ομάδα αυτή όμως τον «κατηγόρησε» ότι δεν είναι αρκετά επαναστατικός. Λίγο αργότερα διέκοψε τις σχέσεις του με την πολιτική απογοητευμένος από τις εγγενείς αδυναμίες της.

Στην Αγγλία του Ντίκενς το 1859 η εργατική τάξη πιεζόταν από τα ίδια προβλήματα που απασχολούσαν το Γαλλικό λαό πριν την έκρηξη της επανάστασης. Ήταν εξαθλιωμένη, δεν είχε καμία επιρροή στα πολιτικά δρώμενα, υπέφερε από τον υπερπληθυσμό, την πείνα, τις εξαντλητικές ώρες δουλειάς. Η αριστοκρατική τάξη από την άλλη δεν έκανε τίποτε για να καλυτερέψει τα πράγματα, αντίθετα σχεδόν εξωθούσε το λαό σε εξέγερση.

Ο Ντίκενς αν και δεν είχε ενεργή ανάμειξη στην πολιτική, χαρακτηρίζεται όμως από την πολιτική του σκέψη που ήταν γέννημα-θρέμμα του κοινωνικού αναβρασμού στην Αγγλία του 19ου αιώνα. Πίστευε, μαζί με πολλούς άλλους, ότι ο Αγγλικός λαός ήταν έτοιμος να μετατραπεί σε εξεγειρόμενο πλήθος ανά πάσα στιγμή. «Η ιστορία δύο πόλεων» είναι μια προσπάθεια να υπενθυμίσει στους Άγγλους τον κίνδυνο από μια επικείμενη επαναστατική εξέγερση.

Κοινή συνισταμένη και των δύο συγγραφέων είναι η πολιτική δράση και σκέψη, η οποία συνδυάζεται και με τις αυτοβιογραφικές αναφορές που ανιχνεύονται στο έργο τους. Η περίοδος συγγραφής του έργου «Ο θάνατος του Δαντόν» είναι από τις πιο δύσκολες στη ζωή του Μπύχνερ,καθώς βρίσκεται απομονωμένος σε ένα πανεπιστήμιο της Γερμανικής επαρχίας και νιώθει αποξένωση και απόγνωση, ενώ το επαναστατικό θέμα στο έργο του Ντίκενς παραλληλίζεται με τη δική του «προσωπική επανάσταση». Η διάλυση του γάμου του προκάλεσε σκάνδαλο στην συντηρητική Αγγλική κοινωνία, ο ίδιος προσπάθησε να εκδώσει την «απάντησή» του, όμως οι εκδότες του αρνήθηκαν να τη δημοσιεύσουν.Ο Ντίκενς προχώρησε στην έκδοση ενός δικού του περιοδικού και στα τεύχη του δημοσίευε την «Ιστορία των δύο πόλεων».

Η ανάλυση των παραπάνω συνιστωσών μας επιτρέπει να οδηγηθούμε σε κάποιες απαντήσεις. Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα (γιατί επέλεξαν ως θέμα τους τη Γαλλική Επανάσταση) θα πρέπει να σκεφτούμε ότι πολλοί συγγραφείς προχώρησαν με όχημα το παρελθόν στην κατανόηση του παρόντος τους. Η επιλογή άλλωστε της Γαλλικής Επανάστασης δεν είναι καθόλου άστοχη, όταν μάλιστα οι συνθήκες που την γέννησαν προσομοιάζουν με την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της Γερμανίας του 1835 και της Αγγλίας του 1859.

Η απάντηση στα δύο άλλα ερωτήματα (γιατί διάλεξαν τη συγκεκριμένη περίοδο και ποιο είναι το μήνυμα που θέλουν να περάσουν) αν και είναι πιο σύνθετη και ίσως πιο αβέβαιη ως προς την ορθότητά της μας δίνει ωστόσο τον κεντρικό άξονα των έργων αυτών.

Η σύγκριση των δύο έργων μας οδηγεί σ’ ένα οξύμωρο συμπέρασμα. Ενώ και τα δύο έργα είναι «πολιτικά», με την έννοια ότι αναλύουν τα αίτια της επανάστασης και προχωρούν σε διαπιστώσεις για τους λόγους της αποτυχίας της και ενώ από τους δύο συγγραφείς πιο πολιτικοποιημένος θεωρείται ο Μπύχνερ εντούτοις πιο «ελπιδοφόρο» κείμενο είναι το έργο του Ντίκενς, καθώς αφήνει να διαφανεί μία ελπίδα. Το γεγονός αυτό ίσως να οφείλεται στο ότι ο Μπύχνερ με την έντονη πολιτική δράση, ήρθε αντιμέτωπος με την εγγενή αδυναμία της πολιτικής να δώσει απαντήσεις για τη ζωή του ανθρώπου, κυρίως όταν την επαναστατική ορμή των ανθρώπων καπηλεύονται οι αρχομανείς ηγέτες τους. Η Γαλλική Επανάσταση ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς, τα ευεργετικά αποτελέσματά της όμως για τον ίδιο το Γαλλικό λαό προσέκρουσαν στις συγκρούσεις των ηγετών της στο επίπεδο της εξουσίας. Ο Μπύχνερ εστιάζει τη ματιά του στη σύγκρουση του Δαντόν και του Ροβεσπιέρου για την εξουσία τη στιγμή που ο Γαλλικός λαός υποφέρει από την πείνα, δεν έχει κατακτήσει κανένα από τα δικαίωματά του και χειραγωγούμενος από τους δημαγωγούς, φέρνει τη χώρα στην κατάσταση της αναρχίας και του χάους. «Ο θάνατος του Δαντόν» μιλάει για την αποτυχία μιας επανάστασης που οφείλεται στον ανταγωνισμό και την κατάχρηση της εξουσίας των φαύλων ηγετών της.

«Η ιστορία δύο πόλεων», από την άλλη μας μεταφέρει στο επίπεδο του λαού. Ο Ντίκενς περιγράφει ανθρώπους στερημένους απ’ όλα όσα στοιχειοθετούν την ανθρώπινη ιδιότητα, απογοητευμένους, υποταγμένους και τρομοκρατημένους. Τα αίτια αυτά κάνουν τόσο εύκολη την αρχή της επανάστασης. Στη συνέχεια όμως ο ίδιος αυτός λαός χωρίς την κατάλληλη καθοδήγηση οδηγείται στην ασυδοσία και στην επιβολή μιας βίας που είχε υποστεί πριν και ο ίδιος.

Ο Ντίκενς προχωράει όμως και λίγο πιο πέρα  από τον Μπύχνερ. Θέτει ένα ερώτημα. Γιατί συνέβησαν λοιπόν αυτά τα έκτροπα; Μήπως η ευθύνη πέφτει στη διεφθαρμένη εξουσία, ή μήπως οι ευθύνες βαραίνουν έναν λαό απαίδευτο που γινόταν έρμαιο στα χέρια των επιτήδειων ρητόρων; Η απάντηση του Ντίκενς είναι ότι ένα άτομο από μόνο του δε μπορεί να σταματήσει μία επερχόμενη επανάσταση, ούτε μπορεί να τη «σώσει», γιατί είναι αδύναμος. Στο μυθιστόρημα ο Ντάρνεϊ παρουσιάζεται σχεδόν αφελής όταν προσπαθεί με τη φιλοδοξία του να θέσει την επανάσταση ξανά στη σωστή τροχιά. Την επανάσταση μπορεί να τη σώσει μόνο η αγάπη. Όχι όμως η ερωτική-ρομαντική, αλλά μια πανανθρώπινη-αλτρουϊστική, Χριστιανική αγάπη, αυτή που θα σκύψει στον άνθρωπο και θα τον σηκώσει ψηλά. Η αυτοθυσία του Κάρτον είναι αυτή που θα σώσει τον Ντάρνεϊ και είναι η ελπίδα για τη σωτηρία των ανθρώπων.

Η απάντηση αυτή βέβαια μοιάζει λίγο ρομαντική και ίσως αφελής, παραμένει όμως σημαντική, καθώς είναι ανθρωποκεντρική και δείχνει να πιστεύει στις δυνάμεις του ανθρώπου.

 

Έφη Παυλογεωργάτου

Απρίλιος  2004