Άλλες φορές –όταν η απόφασή του χωρισμού είναι δική του- θέλει να κατηγορήσει τον άλλο, να τον χτυπήσει και να τον κάνει να πονέσει για την αδυναμία και τα λάθη του. Του επιρρίπτει όλες τις ευθύνες, γιατί θέλει να προχωρήσει στη δική του ζωή με ήσυχη την συνείδησή του.

Υπάρχουν βέβαια και φορές που κάποιος χωρίζει, ενώ είναι ακόμα πολύ ερωτευμένος, γιατί ο ίδιος είναι αδύναμος ν’ αντέξει το κόστος μίας σχέσης που μπορεί να του ανατρέπει τις ισορροπίες του. Σ’ αυτή την περίπτωση μέσα από μία επιστολή τολμά να ξεστομίσει όλα αυτά που δεν μπορούσε να πει απευθείας. Το γράμμα είναι ένα μέσο εξομολόγησης που είναι πιο εύκολο να γίνει καθώς οι σκέψεις του αποτυπώνονται σ’ ένα άψυχο κομμάτι χαρτί και δεν έχει το φόβο ότι θα πρέπει ν’ αντέξει τις αντιδράσεις του άλλου.

Τέλος υπάρχει και η περίπτωση της διατήρησης της υστεροφημίας του. Μπορεί να μην αισθάνεται πια τίποτε για τον παραλήπτη του γράμματος, αλλά η ανάγκη του να διατηρηθεί στη μνήμη του άλλου η δική του εικόνα «ανέγγιχτη» του είναι πολύ σημαντική.

Η κοινή συνισταμένη όλων αυτών των περιπτώσεων είναι ότι ο αποστολέας μίας επιστολής είναι ακόμα ερωτευμένος. Ακόμα και όταν αισθάνεται ότι η απόφαση είναι δική του, θα έμπαινε άραγε στην διαδικασία αποστολής ενός γράμματος; Ή θα εξαφανιζόταν απλά και θα ήθελε να χαθούν τα ίχνη του; Η ανάγκη αποστολής ενός γράμματος σηματοδοτεί την επιθυμία του να μείνουν χαραγμένα τα ίχνη της παρουσίας του στον άλλο, ίχνη που ακόμα και όταν ο χρόνος θα σβήσει την ζωντανή παρουσία του στον άλλο, τα γραπτά ως κείμενα που μένουν θα υπενθυμίζουν πάντα την παρουσία του.

Η ερωτική επιστολογραφία είναι διαδεδομένη στους λογοτέχνες. Πιο συχνά για να διακηρύξουν τον έρωτά τους πχ: τα γράμματα του Σεφέρη προς τη σύζυγό του Μάρω αλλά και για να εκφράσουν τα συναισθήματα που τους πονούν. Και είναι ένα λογοτεχνικό μέσο που αποκαλύπτει (;) ακόμα περισσότερο την ψυχή τους γιατί στα γράμματα αυτά αισθάνονται πιο άνετα για να αποκαλύψουν γυμνό και αθώο τον εαυτό τους. Όταν βεβαίως έχουν καταφέρει ν’αποβάλλουν από το νου τους ότι είναι πρόσωπα διάσημα και ενδεχομένως οι επιστολές αυτές δημοσιευτούν κάποια στιγμή είτε με την δική τους έγκριση, είτε χωρίς, λίγα χρόνια μετά το θάνατό τους.

Παρακάτω παρατίθενται τρεις επιστολές «χωρισμού». Οι δύο είναι συγγραφέων: της Simon de Beαuvoir και του Όσκαρ Ουάιλντ και οι επιστολές αυτές αναφέρονται σε γεγονότα της προσωπικής τους ζωής και η τρίτη είναι ο χωρισμός δύο μυθιστορηματικών ηρώων.



«Επιστολή 229

Τρίτη (30 Οκτωβρίου 1951)

Ξενοδοχείο «Λίνκολν», Νέα Υόρκη.



Νέλσον, δική μου αληθινή αγάπη. Είμαι πεθαμένη στην κούραση, όμως δεν μπορώ να πάω για ύπνο χωρίς να σου γράψω. Ήταν τόσο σκληρό που έφυγα, μισή ώρα αφότου ένιωσα ότι μ’ αγαπάς ακόμα. Είναι τόσο πικρό να σκέφτομαι ότι θα τα κατάφερνα να μείνω πολύ περισσότερο, αν είχα σκεφτεί ότι ίσως να μ’ αγαπούσες ακόμα. Έχω ανάγκη να σου μιλήσω, είναι το μόνο είδος γαλήνης που μπορώ να ονειρευτώ απόψε. Έκλαιγα και σου μιλούσα σ’ ολόκληρο το ταξίδι με το τρένο και το ταξί και στη διάρκεια ολόκληρης της πτήσης με το αεροπλάνο. Ξέρω πως δε σ’ αρέσουν τα λόγια, όμως για μια φορά άφησέ με να σου μιλήσω και μη φοβηθείς πολύ αν κλάψω.

Σ’ εκείνη την «εισαγωγή» που μ’ έβαλες να διαβάσω χτες, ο Τόμας Μαν λέει ότι πριν από κάθε κρίση ο Ντοστογέφσκι είχε μερικά δευτερόλεπτα έκστασης που άξιζαν δέκα χρόνια ζωής. Είναι σίγουρο ότι μερικές φορές έχεις τη δύναμη να μου προκαλείς, μέσα σε λίγα λεπτά, έναν πυρετό που αξίζει όσο δέκα χρόνια υγείας. Επειδή η βρόμικη καρδιά σου είναι βαθιά και ζεστή, αλλά όχι τόσο πυρετώδης όσο η δική μου, ίσως να μην μπορείς να νιώσεις τι σοκ υπήρξε για μένα το δώρο της αγάπης που μου ξαναχάρισες, πριν από λίγες ώρες. Με αρρώστησε σωματικά. Σου γράφω για ν’ αγωνιστώ ενάντια σ’ αυτή την αρρώστια. Έτσι, συγχώρεσέ με αν αυτό το γράμμα σού φανεί ανόητο, πρέπει να κάνω κάτι για να βγω απ΄αυτή την κατάσταση. Άλλωστε πολλές φορές ήθελα να σου πω, να σου ξαναπώ, πώς αισθάνομαι για σένα και για μένα.

Πάντα αισθανόμουν ένοχη απέναντί σου, από την πρώτη κιόλας ημέρα, επειδή, παρόλο που σ’ αγαπούσα τόσο πολύ, μπορούσα να σου δώσω τόσο λίγα. Ξέρω πως με πιστεύεις, ξέρω ότι κατάλαβες όλα όσα σου είπα. Ούτε εσύ θα δεχόσουν ποτέ να έρθεις να μείνεις μόνιμα στη Γαλλία, αν κι εσύ δεν έχεις στις ΗΠΑ το δεσμό που συνδέει εμένα τόσο καθοριστικά με το Παρίσι. Δε θέλω να απολογηθώ και πάλι γι’ αυτό: Δε θα μπορούσα ν΄αφήσω τον Σαρτρ, το γράψιμο και τη Γαλλία. Παραδέχομαι ότι με πιστεύεις όταν σου λέω ότι δε θα μπορούσα. Όμως ξέρω επίσης ότι η κατανόηση των λόγων μου δεν άλλαζε τα δεδομένα: Δε σου έδωσα όλη μου τη ζωή. Σου έδωσα την καρδιά μου και όλα όσα μπορούσα, όμως όχι τη ζωή μου. Δέχτηκα την αγάπη σου και την έκανα μια μακρινή αγάπη-δεν υπάρχει τίποτε που να έχεις πει εσύ και να μην το έχω πει κι εγώ στον εαυτό μου. Αισθανόμουν πάντα ένοχη κι αυτό είναι το πιο πικρό συναίσθημα που ένιωσα ποτέ, επειδή αφορά τον ίδιο τον άνθρωπο που αγαπώ. Κι όσο σ’ εγκατέλειπα και σ’ έκανα να πονάς, άλλο τόσο πονούσα κι εγώ γι’ αυτό. Και πάντα είχα το φόβο ότι ίσως να σκεφτόσουν πως έπαιρνα όλο το ευχάριστο κομμάτι της αγάπης μας και δε μ’ ένοιαζε για το δυσάρεστο κομμάτι που άφηνα σ’ εσένα. Όμως δεν είναι αλήθεια. Αν απέτυχα να σου δώσω την ευτυχία που θα έπρεπε να δίνει μια αληθινή αγάπη, έκανα και τον εαυτό μου πολύ δυστυχισμένο. Μου έλειπες με όλους τους τρόπους, σε όλες τις στιγμές κι η σκέψη της ενοχής μου και της πιθανής οργής σου εναντίον μου μ’ έκανε συχνά πραγματικό ράκος.

Επειδή σου έδινα τόσο λίγα, έβρισκα δικαιολογημένη την απόφασή σου να με βγάλεις από την καρδιά σου. Όμως η σκέψη ότι ήταν δικαιολογημένη, δεν την έκανε λιγότερο σκληρή. Ήταν σκληρό την πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη-ήταν πολύ σκληρό πέρσι. Και πίστεψέ με και πάλι: Αν έκλαψα τόσο πολύ και συμπεριφέρθηκα κάπως ανόητα, αυτό οφειλόταν σε μια πολύ βαθιά πληγή, που δε γιατρεύτηκε ολόκληρο το χρόνο. Ναι, είναι πολύ πικρό να αισθάνεσαι πως δε σ’ αγαπούν όταν η δική σου αγάπη είναι τόσο δυνατή όσο πάντα και η απόρριψη τόσο απροσδόκητη. Ωστόσο, όταν ήρθα να σε δω φέτος, άρχισα να αποδέχομαι αυτό το γεγονός, προσπάθησα να αρκεστώ στη φιλία σου και στη δική μου αγάπη. Αυτό δε μ’ έκανε πολύ ευτυχισμένη, όμως μου φαινόταν ότι μπορούσα να το αντέξω.

Απόψε είμαι τρομαγμένη, αληθινά, βαθιά τρομαγμένη, γιατί ακόμα μια φορά θρυμμάτισες όλες μου τις άμυνες. Είπες ότι δε με διώχνεις πια από την καρδιά σου. Έτσι, δεν έχω να πολεμήσω την αδιαφορία σου, δε μου έχουν απομείνει όπλα κανενός είδους, αισθάνομαι ότι μπορεί να πληγωθώ ξανά και ξανά, αν αποφασίσεις και πάλι να με διώξεις, κι απόψε δεν μπορώ ν’ αντέξω αυτή τη σκέψη. Είμαι θανάσιμα κουρασμένη. Αισθάνομαι εντελώς παραδομένη στα χέρια σου, απόλυτα ανίσχυρη και, για μια φορά, θα σε ικετέψω: Κράτησέ με στην καρδιά σου ή διώξε με, όμως μη μ’ αφήνεις να βασίζομαι στην αγάπη σου για ν’ ανακαλύψω ξαφνικά ότι δεν υπάρχει πια. Δε θέλω να το ξαναπεράσω αυτό, δεν μπορώ ν’ αντέξω αυτή τη σκέψη. Ωστόσο, δεν είμαι εντελώς ανόητη. Αν συμβεί ν’ αγαπήσεις μια άλλη γυναίκα, δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Όμως εννοώ: Είτε αποφασίσεις να με διώξεις είτε να μη με διώξεις, σκέψου επίσης τι σημαίνει αυτό και για μένα. Σε παρακαλώ, μη μου πάρεις την αγάπη σου, όχι αυτή τη στιγμή. Κράτησέ με στην καρδιά σου ώσπου να ξανασυναντηθούμε. Ας ξανασυναντηθούμε πριν περάσει πολύς καιρός.

Και ξέρεις, όπως ξέρω κι εγώ, ότι τελικά θα γίνει όπως αποφασίσεις εσύ κι ότι εγώ δεν πρόκειται να σου δημιουργήσω προβλήματα. Αυτό το γράμμα είναι το πιο τρομερό που θα λάβεις ποτέ από μένα, ξέρεις. Ήθελα μόνο να πω ότι αυτή τη φορά πραγματικά σου ζητώ κάτι. Σου ζητώ να μην προσπαθήσεις να με βγάλεις από την καρδιά σου, να προσπαθήσεις να με κρατήσεις μέσα της. Ήταν πολύ μικρό το διάστημα που περάσαμε μαζί από τη στιγμή που έμαθα ότι μ’ αγαπάς ακόμα. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι ήταν μόνο μισή ώρα, πρέπει να διαρκέσει. Θέλω να με ξαναφιλήσεις με αγάπη. Σ’ αγαπώ τόσο πολύ. Σ’ αγάπησα για την αγάπη που μου έδωσες και για το μεγάλο, νέο σεξουαλικό πόθο και την ευτυχία που ξύπνησες μέσα μου, όμως κι όταν αυτά τα πράγματα χάθηκαν ή μισοχάθηκαν, η αγάπη μου επιβίωσε πεισματάρικα, επειδή είσαι αυτός που είσαι. Και μόνο επειδή είσαι αυτός που είσαι-ό,τι κι αν μου δίνεις ή δε μου δίνεις-δεν μπορώ παρά να σε κρατήσω στην καρδιά μου για πάντα. Όταν μου φάνηκε πως δεν ήταν εντελώς αδύνατο να γίνει η αγάπη μας και πάλι μια ευτυχισμένη αγάπη, έγινα κομμάτια. Είμαι ένας αξιολύπητος σωρός από θρυμματισμένα κομμάτια. Λοιπόν μη μου θυμώνεις που σου γράφω ένα ανόητο γράμμα.

Ήρθα και πάλι εδώ, στο ξενοδοχείο «Λίνκολν», θα προσπαθήσω να κοιμηθώ. Φοβάμαι τη νύχτα. Ποτέ δε θέλησα κάτι τόσο πολύ, σ’ ολόκληρη τη ζωή μου, όσο το να σε ξαναδώ.





Simone de Beauvoir

“Ένας υπερατλαντικός έρωτας

Επιστολές στον Νέλσον Όλγκριν”

Εκδόσεις: «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ»-Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ»





«24 Μαρτίου 1995

Το γράμμα του Σήζαρ:

Αγαπητή Μάργκο,



Φεύγω. Φεύγω απ’ το Λ.Α. Δεν μπορούσα να σ’ το πω, δεν ξέρω γιατί. Έχει αποφασιστεί εδώ και καιρό. Αλλά δεν μπορούσα να σ’ το πω. Με τρόμαξες την πρώτη φορά που σε είδα κι από τότε όλο με τρομάζεις. Μου κόβεις το αίμα. Γι’ αυτό, δεν μπορούσα να σου πω ότι φεύγω, κι έτσι τώρα γράφω αυτό το γελοίο γράμμα. Είμαι δειλός και το ξέρω. Οι δειλοί γράφουν γράμματα, οι τολμηροί μιλάνε. Εγώ να μιλήσω δεν μπορώ.

Η Σελίνα πήρε αγροτικό δάνειο και μετακομίζουμε στην κομητεία του Κουφού Σμιθ, στο Τέξας. Αγοράσαμε μια μικρή φάρμα. Παντρευόμαστε το καλοκαίρι, τον Ιούνιο μάλλον. Η Σελίνα θέλει να κάνει οικογένεια κι εγώ είμαι πολύ κουρασμένος, Μάργκο. Δεν ξέρω τι με εξάντλησε, όμως είμαι εξαντλημένος.

Είναι πολλά αυτά που θέλω να σου πω: μερικά σ’ τα έχω πει, άλλα όχι. Θυμάμαι το κάθε λεπτό απ’ αυτά τα πέντε χρόνια, οπότε θα μπορούσα να γράφω ατελείωτα και να σε κάνω να πλήξεις, και δεν αντέχεις να πλήττεις. Έπαιζες καλή κιθάρα, Μάργκο, έπαιζες γαμάτη κιθάρα. Ξέρω ότι δεν έχει σημασία πια, αλλά είναι αλήθεια, πάντα ονειρευόμουν να μαζέψω λεφτά για να σου πάρω μια Strat. Αλλά ποτέ δεν μου έδωσες την ευκαιρία, παράτησες και την κιθάρα και τον εαυτό σου κι όλα πάρα πολύ γρήγορα.

Όταν γνωριστήκαμε, μου φάνηκες τρισχαριτωμένη. Κι ακόμα είσαι. Όμως υπάρχουν μέρες που περπατάς σαν ζόμπι, που μιλάς σαν ζόμπι, αν μιλάνε τα ζόμπι. Έχεις εγκαταλείψει τον εαυτό σου. Και τώρα σου ζητάω να εγκαταλείψεις κι εμένα. Μακάρι να ήταν αλλιώς τα πράγματα, αλήθεια σου λέω, αλλά πάντα υπήρχε κάτι που με κρατούσε μακριά. Στην αρχή ήταν η Σελίνα, έχουμε κάνει πολύ δρόμο μαζί, η Σελίνα κι εγώ, κι έχουμε περάσει πολλά. Της χρωστάω πολλά. Δεν μπορούσα να την αφήσω επειδή γνώρισα κάποια άλλη-εσένα. Όχι, ότι δεν σκέφτηκα να το κάνω. Το σκέφτηκα χιλιάδες φορές. Κατά κάποιον τρόπο, και τώρα το σκέφτομαι. Υπήρξαν φορές που σκέφτηκα να εμφανιστώ στην πόρτα σου με όλα μου τα πράγματα μες στην Πλύμουθ. Δεν έχω και πολλά πράγματα. Δεν ήξερες ότι το σκεφτόμουν, έτσι δεν είναι, πού να το ξέρεις, αφού ήσουν απασχολημένη με το να καταστρέφεις τον εαυτό σου. Όταν ήρθες μαζί μου στο Σαν Κουέντιν, ένιωσα τύψεις: ένιωσα τύψεις που σε πήγα σ’ έναν κόσμο φρίκης. Ήταν φοβερή εκείνη η νύχτα στη Σάντα Κρουζ: ήμουν ευτυχισμένος και τρομοκρατημένος. Κι έπειτα, όταν βγήκα απ’ τη φυλακή και σε είδα να με περιμένεις ήσυχα ήσυχα στο αυτοκίνητο, άρχισα να εύχομαι να γνωρίσεις κάποιον, να ερωτευτείς ένα καλό παιδί, ένα καλό λευκό παλικάρι που θα σ’ έπαιρνε μακριά απ’ όλα αυτά. Που θα σε γλίτωνε απ’ την πρέζα κι από ένα φτωχό Μεξικάνο, από μένα δηλαδή, που είναι με κάποια άλλη, που είναι παγιδευμένος αλλού. Ευχήθηκα να αποκτήσεις τη ζωή που σου αξίζει. Κι ακόμα αυτό εύχομαι. Μερικές φορές, νόμιζα ότι τρυπιέσαι για να με εκδικηθείς. Το ξέρω ότι είναι τρελό, αλλά μου πέρασε απ’ το νου. Δεν θα ‘πρεπε να κολακεύομαι, αν είναι κολακεία αυτό. Δεν είναι. Υπήρξε μεγάλο φορτίο για μένα: υπέφερα που σ’ έβλεπα να υποφέρεις για το τίποτα. Δεν είμαι τίποτα σπουδαίο, Μάργκο, δεν είμαι παρά ένα παιδί απ’ το ανατολικό Λ.Α., ένας τύπος που παίζει πλήκτρα σε τοπικές συναυλίες και μεξικάνικους γάμους. Τα ‘χουμε ξαναπεί αυτά, Μάργκο. Είμαι ένας τύπος απ’ το ανατολικό Λ.Α., χωρίς καμιά φιλοδοξία, είμαι μια αμερικανική ανωμαλία. Έτσι γράφεται η ανωμαλία; Με ω; Τέλος πάντων, καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Κι ο πατέρας μου σκότωσε μπάτσο και καταδικάστηκε σε θάνατο. Όπου να ‘ναι εκτελείται. Έρχομαι απ’ τη χώρα του Ποτέ-Ποτέ, απ’ τους κακόφημους δρόμους, ενώ εσύ έρχεσαι απ’ το Νόρτε του Ελ Νόρτε, δεν ξέρω αν με πιάνεις. Δεν τα καταφέρνω με τα λόγια, Μάργκο. Και φοβάμαι μην κάνω ανορθογραφίες και γελοιοποιηθώ. Εσύ έχεις διαβάσει ένα σωρό βιβλία, έχεις απομνημονεύσει ποιήματα, θυμάμαι ότι μου απάγγειλες ένα του, πως-τον-λένε, ένα περίεργο όνομα είχε, Λονγκ Φέλοου; Εγώ δεν ξέρω κανένα ποίημα. Καμιά φορά γράφω μερικούς στίχους, μόνο αυτό, αλλά δεν ξέρω την τύφλα μου από ποίηση. Στα μέρη μου δεν ήταν κουλ να ‘σαι βιβλιοφάγος, μόνο οι σπασίκλες και τα φυτά διάβαζαν βιβλία, δηλαδή τα λευκά παιδιά απ’ τη δυτική πλευρά. Πάντως όχι εμείς.

Λέω πολλά και σε κάνω να πλήττεις. Αλλά πέρασα δύσκολα όλ’ αυτά τα χρόνια, ίσως πιο δύσκολα από σένα. Μπορούσα να ‘χω κρατήσει μια απόσταση-μερικές φορές παρά λίγο να το κάνω-αλλά δεν τα κατάφερα. Ήμουνα κολλημένος μαζί σου. Σ’ αγαπούσα όσο μ’ αγαπούσες κι εσύ, Μάργκο. Μόνο που σ’ αγαπούσα καλύτερα. Το ξέρω ότι δεν με πιστεύεις. Το ξέρω. Κι έχεις τους λόγους σου. Ένιωθα ότι με τράβαγες σε μια άβυσσο, σε κάτι τελείως ανεξέλεγκτο. Καταλαβαίνεις; Ένας μέθυσος κι ένα τζάνκι. Δεν δραπέτευσα από τη φτώχεια και τις συμμορίες κι όλα τ’ άλλα που ξέρεις για να καταστραφώ μαζί μ’ ένα τζάνκι. Ξέρω ότι γίνομαι σκληρός, Μάργκο, αλλά εσύ είσαι πολύ πιο σκληρή. Και, στην αρχή, ήσουνα τόσο μικρή, που ήταν τρομαχτικό: όταν γνωριστήκαμε, ήσουνα παιδί, Μάργκο. Ένα ζόρικο παιδί που ήθελε να τα δοκιμάσει όλα, που διψούσε για καλές φάσεις. Ε, όπως λένε, η κόκα είναι η καλή φάση που εξαφανίζεται από μόνη της. Ξέρω τι σκέφτεσαι, ότι ακούγομαι πολύ σπαστικός. Ότι σου κάνω κήρυγμα. Όμως δεν σου κάνω κήρυγμα, δικαιολογούμαι.

Δικαιολογούμαι, κι είμαι έξαλλος μαζί σου που έκανες αυτό που έκανες στον εαυτό σου. Μερικές φορές, όταν σ’ έβλεπα φτιαγμένη, πως το λένε, μαστουρωμένη, θύμωνα τόσο, που ήθελα να σε πονέσω. Είμαι ακόμα θυμωμένος μαζί σου και θυμωμένος με τον εαυτό μου. Είμαι δειλός, το είπαμε αυτό, η δειλία μου με κάνει έξαλλο.

Δε θα σου ζητήσω να με συγχωρέσεις, γιατί πραγματικά δεν ξέρω τι υπάρχει που να θέλει συγχώρεση, το μόνο που σου ζητάω είναι να προσέχεις τον εαυτό σου και να μην πεθάνεις. Μόνο να μην πεθάνεις.

Αν σε φέρει ποτέ ο δρόμος απ’ την κομητεία τουο Κουφού Σμιθ, πέρνα να πεις ένα γεια. Επαρχιακή Οδός 2587, δύο μίλια ανατολικά απ’ τη διασταύρωση 214.

Σήζαρ.

Υ.Γ. Λυπάμαι που θα το πω αυτό, Μάργκο: ξέρω ότι με θεωρείς το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή σου, όμως κάνεις λάθος. Τα ναρκωτικά είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή σου. Θα μπορούσες να κάνεις τα πάντα για τα ναρκωτικά, ενώ για μένα δεν θα μπορούσες. Δεν θα μπορούσες.



Σώτη Τριανταφύλλου

Φτωχή Μάργκο

Εκδόσεις Πατάκη»





«Epistola: in Carcere et Vinculis.

Φυλακές της Αυτού Μεγαλειότητας Ρήντινγκ



Αγαπημένε μου Μπόζυ, ύστερα από μακρόχρονη και άκαρπη αναμονή, αποφάσισα να σου γράψω πρώτος, τόσο για δικό σου καλό όσο και για δικό μου, γιατί δε θα ‘θελα να μείνω με τη σκέψη πως πέρασαν δύο ατέλειωτα χρόνια φυλακισμένος, χωρίς να πάρω ποτέ ούτε μια λέξη σου, ούτε νέα, ούτε μήνυμα καν, εκτός από κείνα που με πλήγωσαν βαθιά.

Η κακότυχη, η αξιοθρήνητη φιλία μας τελείωσε με την καταστροφή και τη δημόσια ατίμωση για μένα, κι ωστόσο, η θύμηση της παλιάς μας στοργής συχνά με συντροφεύει και η σκέψη πως το μίσος, η πικρία και η περιφρόνηση θα μπορούσαν να πάρουν για πάντα τη θέση που κρατούσε κάποτε στην καρδιά μου η αγάπη, μου φέρνει τόση θλίψη. Και συ νομίζω θα νιώσεις στην καρδιά σου πως είναι προτιμότερο να μου γράφεις εδώ, στη μοναξιά της φυλακής μου, παρά να δημοσιεύεις γράμματά μου χωρίς να μου ζητάς την άδεια ή να μου αφιερώνεις ποιήματα χωρίς να με ρωτάς, μ’ όλο που ο κόσμος δε θα μάθει ποτέ τι λόγια πικρίας ή πάθους, τύψης ή αδιαφορίας, θα διάλεγες για να μου τα στείλεις σαν απάντηση ή σαν έκκληση.[...]

[...]Πρέπει να διαβάσεις αυτό το γράμμα πέρα για πέρα, ακόμα κι αν η κάθε του λέξη μπορεί να γίνει για σένα φλόγα ή νυστέρι, που κάνει τη λεπτή σάρκα να καίγεται ή να ματώνει. Θυμήσου πως άλλο είναι να ‘σαι μωρός στα μάτια των θεών και άλλο μωρός στα μάτια των ανθρώπων. [...]

[...]Μην ξεχνάς ακόμα πως όσο δυστυχισμένος κι αν νιώθεις διαβάζοντας το γράμμα μου, εγώ νιώθω ακόμα πιο δυστυχισμένος, γράφοντάς το. [...]

[...] θα αρχίσω λέγοντάς σου πως κατακρίνω φοβερά τον εαυτό μου. Τώρα, καθώς κάθομαι εδώ, σ’ αυτό το σκοτεινό κελί, ντυμένος τη στολή του κατάδικου, ένας άνθρωπος ατιμασμένος και κατεστραμμένος, τον εαυτό μου κατηγορώ. Τις ταραγμένες και σπαραχτικές νύχτες της αγωνίας, τις μακρόσυρτες, μονότονες μέρες του πόνου, τον εαυτό μου κατηγορώ. Κατηγορώ τον εαυτό μου, γιατί επέτρεψε σε μια μη πνευματική φιλία, μια φιλία που ο πρωταρχικός της σκοπός δεν ήταν η δημιουργία και η ενατένιση ωραίων πραγμάτων, να κυριαρχήσει ολότελα στη ζωή μου. Απ’ την πρώτη στιγμή υπήρχε πάρα πολύ μεγάλο χάσμα ανάμεσά μας. [....]

[...]Η ανάμνηση της φιλίας μας είναι η σκιά που μ’ ακολουθεί εδώ πέρα. Έχω την εντύπωση πως δε μ’ εγκαταλείπει ποτέ. Αυτή με ξυπνάει τη νύχτα, για να μου πει την ίδια ιστορία ξανά και ξανά, ώσπου η κουραστική της επανάληψη με κάνει και χάνω τον ύπνο μου ως τα χαράματα, για να ξαναρχίσει και πάλι τα χαράματα. Μ’ ακολουθεί στην αυλή της φυλακής και με κάνει να μονολογώ, καθώς περπατάω βαριά γύρω γύρω. Μ’ αναγκάζει ν’ αναπολώ κάθε λεπτομέρεια που συνόδευε κάθε φριχτή στιγμή. Δεν υπάρχει τίποτα, απ’ ό,τι έγινε στα άθλια εκείνα χρόνια, που να μην μπορώ να το αναπαραστήσω στο θάλαμο εκείνο του εγκεφάλου μου, που παραχωρήθηκε στον πόνο και την απελπισία. Κάθε βιασμένη νότα της φωνής σου, κάθε σύσπαση και κίνηση των νευρικών χεριών σου, κάθε πικρή λέξη, κάθε φαρμακερή φράση, ξανάρχεται στη μνήμη μου. Θυμάμαι κάθε δρομάκι της πολιτείας ή το ποτάμι που στις όχθες του περπατήσαμε μαζί, τους τοίχους ή το δάσος που είχαμε γύρω μας, σε ποια νούμερα του καντράν ήταν οι δείκτες του ρολογιού, ποιο δρόμο τραβούσαν τα φτερά του ανέμου, το σχήμα και το χρώμα του φεγγαριού. [...]

[...]Σου έγραψα τώρα, και πολύ διεξοδικά μάλιστα, για να καταλάβεις τι ήσουνα για μένα πριν απ’ τη φυλάκισή μου, εκείνα τα τρία χρόνια της μοιραίας φιλίας. Τι ήσουνα για μένα στη διάρκεια της φυλάκισής μου, που σε δύο φεγγάρια θα φτάσει σχεδόν στο τέλος της. Και τι ελπίζω να γίνω για τον εαυτό μου και για τους άλλους, όταν η φυλάκισή μου θα τελειώσει. Δεν μπορώ να διορθώσω το γράμμα μου ή να το ξαναγράψω. Πρέπει να το πάρεις όπως είναι, μουτζουρωμένο σε πολλά σημεία απ’ τα δάκρυα, σ’ άλλα από σημάδια πάθους ή πόνου και να το καταλάβεις όσο καλύτερα μπορείς μέσα απ’ τις μουτζούρες, τις διορθώσεις και ό,τι άλλο. Όσο για τις διορθώσεις-και τα σβησίματα-τις έκανα για να εκφράσουν οι λέξεις με απόλυτη ακρίβεια τις σκέψεις μου και να μη λαθεύουν ούτε με την υπερβολή ούτε με την ανεπάρκεια. Η γλώσσα πρέπει να κουρντίζεται σαν ένα βιολί και ακριβώς όπως οι υπερβολικά πολλές ή υπερβολικά λίγες παλμικές δονήσεις στη φωνή ενός τραγουδιστή ή στη χορδή ενός οργάνου κάνουν τη νότα φάλτσα, έτσι και το υπερβολικά πολύ ή το υπερβολικά λίγο, στις λέξεις μπορεί να χαλάσει το μήνυμα. [..]

ο στοργικός σου φίλος

ΟΣΚΑΡ ΓΟΥΑΪΛΝΤ»

Έφη Παυλογεωργάτου