Στο βιβλίο της αυτό πραγματεύεται τη ζωή μίας οικογένειας στο Αφγανιστάν, που μετά το πέρας του πολέμου την φιλοξενεί για έξι μήνες στο σπίτι της, στην Καμπούλ. Μέσω αυτής της οικογενειακής αυτής ιστορίας, που όπως μας πληροφορεί η ίδια η συγγραφέας βασίζεται σε ντοκουμέντα, παρόλο που τα ονόματα έχουν αλλαχθεί, η Σέιρσταντ αγγίζει με επιτυχία τρεις κατά βάση θεματικές ενότητες: Κατ’ αρχάς τη ζωή μίας μεγαλοαστικής αφγανικής οικογένειας, με τα προβλήματα, τις ηθικές και οικογενειακές συνήθειες και ανησυχίες της. Έπειτα την αλλαγή της αφγανικής κοινωνίας μετά το τέλος του πολέμου και η διάσταση μεταξύ προσπάθειας προσέγγισης της Δύσης και μεταξύ προσκόλλησης στις αφγανικές παραδόσεις, όπως αυτές είχαν επιβληθεί μετά την κυριαρχία των Ταλιμπάν. Ακόμα πραγματεύεται το θέμα του πλούσιου αφγανικού πολιτισμού και της προσπάθειας του βιβλιοπώλη της Καμπούλ να διασώσει πολλά κείμενα, που κινδύνευσαν από τον αφανισμό, εξαιτίας των σκληροπυρηνικών Ταλιμπάν και τέλος τη σκληρή καθημερινότητα και την καταπίεση των γυναικών στο Αφγανιστάν, οι οποίες δεν μπορούν ούτε μετά την πτώση των Ταλιμπάν να απαλλαγούν από την Μπούρκα, από τον δυνάστη άνδρα και δεν έχουν δικαίωμα στη μόρφωση και την ελεύθερη έκφραση.
Παρόλο όμως που το βιβλίο της Σέιρσταντ παρουσιάζει αρκετά μεγάλο ενδιαφέρον, όσον αφορά τα παραπάνω στοιχεία τίθενται δύο βασικά ζητήματα. Το πρώτο ζήτημα αφορά στη «δεοντολογία», δηλαδή μέχρι πού έχει το δικαίωμα να φτάσει κάποιος δημοσιογράφος-συγγραφέας, προκειμένου να πληροφορήσει τον κόσμο για την «αλήθεια»; Διότι ας μην ξεχνάμε, πως σκοπός της Σέιρσταντ ήταν να δώσει στοιχεία για τη ζωή στο Αφγανιστάν και όχι για τις απόκρυφες οικογενειακές στιγμές μίας συγκεκριμένης οικογένειας. Μήπως όμως όλες αυτές οι ενδοοικογενειακές λεπτομέρειες και πληροφορίες έχουν ως αποτέλεσμα το βιβλίο αυτό να έχει τόσο μεγάλη ανταπόκριση στο δυτικό κόσμο και όχι τόσο πολύ η ιστορία του Αφγανιστάν; Μήπως εντάσσεται σε ένα πλαίσιο των δυτικών reality shows, όπου δίνεται η δυνατότητα στον θεατή, ακροατή ή αναγνώστη «να κοιτάξει μέσα από την κλειδαρότρυπα»; Φυσικά αυτό δεν μπορεί να είναι τόσο απόλυτο, διότι θα αντέκρουε κανείς τα παραπάνω λέγοντας, ότι σε μία τέτοια περίπτωση δε θα μπορούσε κανείς να μάθει για τα όσα συμβαίνουν στις γυναίκες του Αφγανιστάν ή και για άλλα, και πως κανείς δε θα είχε το δικαίωμα να κατακρίνει μία τέτοια συμπεριφορά. Ωστόσο το λεπτό ζήτημα που τίθεται εδώ είναι, κατά πόσο η Σέιρσταντ είχε το δικαίωμα να επέμβει τόσο πολύ στην οικογένεια του αφγανού βιβλιοπώλη, ώστε ακόμα και να τη θέσει σε κίνδυνο. Μπορεί να αληθεύει, πως είχε πληροφορήσει την συγκεκριμένη οικογένεια, ότι θα έγραφε λεπτομέρειες για την οικογενειακή τους ζωή, ωστόσο σίγουρο είναι, πως τους εξέθεσε σε κίνδυνο, αφού ο βιβλιοπώλης λαθραία μετακινούσε βιβλία για να διασωθούν από την πυρά των Ταλιμπάν.
Ακριβώς αυτή η λεπτομέρεια είναι που έκανε το βιβλιοπώλη να καταφύγει δικαστικά ενάντια στο νορβηγικό εκδοτικό οίκο, που εξέδωσε για πρώτη φορά το βιβλίο της δημοσιογράφου. Ο Μοχαμάντ ζήτησε από το δικαστήριο να αποσυρθεί τουλάχιστον η αγγλική μετάφραση και να αφαιρεθούν αποσπάσματα που αφορούσαν πολύ ιδιαίτερες οικογενειακές του στιγμές. Ο εκδοτικός οίκος προσωρινά είχε αφαιρέσει μόνο μία φωτογραφία από την έκδοση, που απεικόνιζε την οικογένεια του βιβλιοπώλη μαζί με τη δημοσιογράφο (σαφέστατα απ’ ό,τι φαίνεται η Σέιρσταντ δεν αρκούσε να αλλάξει μόνο τα ονόματα των πρωταγωνιστών μέσα στο βιβλίο). Ανοιχτά θέση για τα παραπάνω πήρε και η γυναίκα του βιβλιοπώλη, που δήλωσε σε καθημερινή εφημερίδα του Όσλο, ότι αισθάνθηκε εξαπατημένη και πως ό,τι έχει γραφτεί στο βιβλίο δεν είναι παρά ψέματα. Επίσης πρόσθεσε, ότι το βιβλίο έθεσε τη ζωή τους σε κίνδυνο.
Το δεύτερο ζήτημα που τίθεται μετά από την ανάγνωση του «Βιβλιοπώλη της Καμπούλ» είναι το ζήτημα της προσπάθειας της απόδοσης της αλήθειας, όπως το θέτει η συγγραφέας. Ποια αλήθεια θέλει η συγγραφέας να αποδώσει, είναι δυνατόν να αποδοθεί απόλυτα κάποια αλήθεια και κατά πόσο δε θα πρέπει ο αναγνώστης να είναι κριτικός απέναντι σε ένα τέτοιο είδος εγχειρήματος; Όπως λοιπόν η ίδια η συγγραφέας αναφέρει, στοχεύει στην απόδοση της αφγανικής πραγματικότητας, μέσα από τη ζωή μίας οικογένειας. Αυτό ωστόσο είναι αρκετά ουτοπιστικό από μόνο του, αφού μία μεμονωμένη οικογένεια σαφώς και δεν αντικατοπτρίζει την ζωή μίας χώρας, πόσο μάλλον όταν αυτή η οικογένεια δεν ανήκει καν στο μέσο όρο, αφού πρόκειται για μία οικογένεια μορφωμένη και μάλλον αρκετά πιο ευκατάστατη από τους περισσότερους Αφγανούς, που μάχονται καθημερινά απλά και μόνο για την επιβίωση. Σαφώς και αποδίδονται ορισμένα πολιτισμικά στοιχεία, όμως μάλλον δεν αποτελούν τον κανόνα. Επίσης όπως διδάσκει ο ίδιος ο κονστρουκτιβισμός υπάρχει μόνο η ερμηνεία της αλήθειας και όχι η απόλυτη αλήθεια. Διότι ο καθένας μας σύμφωνα με τα προσωπικά του βιώματα και το πολιτισμικό υπόβαθρο από το οποίο προέρχεται, κρίνει και αποδίδει διαφορετικά τις καταστάσεις που αντιμετωπίζει.
Άλλωστε το εγχείρημα της απόδοσης της «αλήθειας» μέσω ενός μυθιστορήματος, που χρησιμοποιεί ντοκουμέντα για το λόγο αυτό, δεν είναι κάτι το καινούριο. Μετά την επανάσταση του ’68, δημοσιεύθηκαν πολλά κείμενα (μυθιστορήματα και θεατρικά), που βασίζονταν σε ντοκουμέντα, προκειμένου να αναδείξουν την πραγματικότητα. Ωστόσο το εγχείρημα αυτό της «αντικειμενικής απόδοσης της αλήθειας» κατακρίθηκε και στο παρελθόν, αφού η χρήση ντοκουμέντων μπορεί να γίνει και αυτή επιλεκτικά, να παρουσιαστεί μέρος της αλήθειας, να αποδοθεί με έμφαση σε κάποια στοιχεία, με τα οποία συμφωνεί ή διαφωνεί ο συγγραφέας και τέλος μπορεί ακόμα και να παραποιηθούν τα στοιχεία αυτά.
Ο «Βιβλιοπώλης της Καμπούλ» είναι λοιπόν αδιαμφισβήτητα ένα ενδιαφέρον βιβλίο, όχι τόσο εξαιτίας της λογοτεχνικής του μορφής, αλλά εξαιτίας του ότι, μπορεί να μας αφυπνίσει το ενδιαφέρον για τη ζωή μίας ξένης χώρας καθώς και τον τρόπο ζωής τους και αποτελεί επίσης και μία καταγγελία της καταπίεσης των αφγανών γυναικών. Ωστόσο θα πρέπει ο αναγνώστης οπωσδήποτε και να το αντιμετωπίσει με κριτικό βλέμμα και να έχει πάντοτε στο μυαλό του, πως η αλήθεια δεν αποδίδεται απόλυτα αλλά ερμηνεύεται, πόσο μάλλον από κάποιον άνθρωπο που ζει σε μία χώρα μόνο έξι μήνες, είναι φιλοξενούμενη, δεν κατέχει τη γλώσσα, έχει την επιλογή να φορέσει ή να μη φορέσει την Μπούρκα και πάντοτε έχει τη δυνατότητα να επιστρέψει στη χώρα της.
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΣΙΜΗ
Φεβρουάριος 2004