Σύμφωνα με τη θέση του Μπάρτ, ως λέξη-μάννα στο έργο του Καμύ, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η λέξη θάνατος. Ο θάνατος διατρέχει όλο το έργο, άλλοτε κυριολεκτικά και άλλοτε ανιχνεύεται με διαφορετικά προσωπεία: είναι ο θάνατος-ήλιος, ο θάνατος-τραγωδία, ο θάνατος-μάνα. Είναι το σημαίνον που κάθε φορά όμως καταδεικνύει το σημαινόμενο, που δεν είναι τίποτε άλλο από την έννοια του παράλογου.
Ο «ξένος» είναι η μυθιστορηματική απεικόνιση του φιλοσοφικού συστήματος του παραλόγου, που διατύπωσε ο Καμύ στο βιβλίο του: «Ο μύθος του Σίσυφου». Στη θεωρία αυτή ισχυρίζεται ότι ο άνθρωπος τη στιγμή που πρόκειται να κάνει κάτι, παρατηρεί συχνά ότι μπορεί να κάνει το ένα ή το άλλο και ότι του είναι αδιάφορο ποιον τελικά δρόμο θα ακολουθήσει. Ο άνθρωπος δεν έχει ψευδαισθήσεις για τις καθιερωμένες αξίες και φέρεται σα να μην έχει η ζωή κανένα νόημα.
Ο πρωταγωνιστής Μερσώ σ’ όλη τη διάρκεια του έργου δεν φαίνεται διατεθειμένος να πάρει καμία απόφαση. Όταν ο διευθυντής του ασύλου του ανακοινώνει ότι θα θάψει τη μητέρα του με θρησκευτική τελετή, ο ίδιος διστάζει να του το αρνηθεί, αν και ξέρει ότι η μητέρα του δεν ήταν θρήσκα. Ο φίλος του Ραιημόν του προτείνει να γράψει ένα γράμμα και ο ίδιος πάλι φαίνεται διστακτικός στο να εκφράσει τη δική του θέση και απαντάει σύμφωνα με τις επιλογές που ο φίλος του είχε θέσει. Η ερωμένη του Μαρί του προτείνει να παντρευτούν και ενώ ο ίδιος δεν φαίνεται να είχε τέτοια διάθεση, παρουσιάζεται συγκαταβατικός στην προοπτική αυτή. Όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται ερήμην του και ο ίδιος ακολουθεί το ρεύμα. Πουθενά δεν χαράζει το δικό του δρόμο. Η συνειδητοποίηση του ήρωα συντελείται στη μόνη πράξη που ολοκληρώνει ο ίδιος: με το φόνο του Άραβα, τον οποίο μάλιστα τον σκοτώνει όχι μόνο μία φορά, αλλά ρίχνει και άλλες τέσσερις σφαίρες. Είναι λες και με αυτή την πράξη θέλει να ανατρέψει και τη μόνη μέρα που παρουσιαζόταν ολοκληρωτικά ευτυχισμένος, θέλει να καταστρέψει αυτή την αρμονία που για πρώτη φορά αισθάνθηκε.
Ο Μερσώ, η μυθιστορηματική-φιλοσοφική περσόνα του Καμύ ξαφνιάζει τον αναγνώστη. Μα πως μπορεί να είναι τόσο αδιάφορος, τόσο αυτοκαταστροφικός, τόσο ανίκανος να πιαστεί από κάπου για να δώσει νόημα στη ζωή του; Ο ήρωας παρουσιάζεται σχεδόν κυνικός και εξατομικευμένος δηλώνοντας ότι η μητέρα του δεν περίμενε τίποτε περισσότερο απ’ αυτόν. Η σκέψη αυτή δεν εκφράζεται όταν κάποιος πονά, θα πρέπει κάποιος να αποτινάξει το ανθρώπινο περίβλημά του, να βγει από την συγκεκριμένη κατάσταση και να εντάξει αυτό που του συμβαίνει σε μια γενικότερη φιλοσοφική κοσμοθεωρία.
Η ίδια του όμως η ζωή είναι σαν ένας θάνατος. Το έργο ξεκινάει μ’ έναν φυσικό θάνατο. Δύο μέρες μετά τον θάνατο της μητέρας του ο Μερσώ δέχεται ένα τηλεγράφημα, που του γνωστοποιεί το γεγονός αυτό και κατευθύνεται προς το Μαρένγκο, στην περιοχή που βρίσκεται το γηροκομείο, στο οποίο βρισκόταν η μητέρα του για να παραστεί στην κηδεία της.
Ο ήρωας δεν φαίνεται συγκλονισμένος από την είδηση, το αντίθετο μάλιστα καθώς οι σκέψεις που τον διαπερνούν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού είναι μάλλον αδιάφορες, τον απασχολεί περισσότερο η δυσαρέσκεια του προϊσταμένου του, που φάνηκε μάλλον απρόθυμος να του χορηγήσει την απαραίτητη άδεια.
Παρευρισκόμενος στο τυπικό της κηδείας, τα συναισθήματά του δεν αλλάζουν. Δεν αισθάνεται περισσότερο κοντά της και ακόμα πιο παράξενα αισθάνεται με την παρουσία των φίλων της μητέρας του, που ξενυχτούν πλάι στο πτώμα της. Στο σημείο αυτό μάλιστα, ενυπάρχει η έννοια της προοικονομίας, καθώς νιώθει ότι οι άνθρωποι αυτοί τον κοιτούν λες και τον δικάζουν.
Η αιτία της αποξένωσής του από την όλη διαδικασία αναφέρεται λίγο αργότερα, όταν ο Μερσώ υποστηρίζει πως «η μητέρα μου δεν περίμενε τίποτε περισσότερο από μένα, αλλά ούτε και εγώ ο ίδιος από αυτήν». Αντιμετωπίζει την κηδεία σαν κάτι που του ανατρέπει τις έως τώρα συνήθειές του.
Ο θάνατος ανιχνεύεται στη συνέχεια με τη μορφή του φόνου ενός Άραβα. Ο ήρωας περνάει μία Κυριακή με τους φίλους του σ’ ένα εξοχικό σπίτι πλάι στη θάλασσα. Ενώ η μέρα φαίνεται ειδυλλιακή και ο ήρωας παρουσιάζεται σχεδόν ολοκληρωτικά ευτυχισμένος, ένα γεγονός έρχεται να ανατρέψει την εικόνα αυτή. Ο Μερσώ ξεκόβοντας από τους φίλους του και ενώ θα μπορούσε να επιστρέψει μαζί τους στην παράγκα, αναζητά απεγνωσμένα σκιά και κατευθύνεται προς τα βράχια στο τέλος της παραλίας. Γνωρίζει πως εκεί ενδεχομένως να έχει βρει καταφύγιο μία παρέα από Άραβες, που λίγο νωρίτερα είχαν συμπλακεί με τον φίλο του Ραιημόν. Προχωρεί όμως ακάθεκτος καθώς αισθάνεται ότι δεν έχει την επιλογή να γυρίσει πίσω. Σχεδόν φαταλιστικά ένας από τους Άραβες βρίσκεται ξαπλωμένος εκεί. Ενώ δεν απειλείται, κάνει μία κίνηση προς τα εμπρός και τότε βλέπει μπροστά του το μαχαίρι στο χέρι του Άραβα. Αντιδρά σπασμωδικά. Οι δράσεις, αντιδράσεις και διαντιδράσεις που μάχονται μέσα του τον καθιστούν παιχνίδι στα χέρια της μοίρας. Βγάζει το πιστόλι του φίλου του από την τσέπη του και πυροβολεί. Συνειδητοποιώντας τη σημασία της πράξης, συνεχίζει να πυροβολεί άλλες τέσσερις φορές, χτυπώντας ταυτόχρονα την πόρτα της δυστυχίας του.
Ο θάνατος επίσης, υπονοείται στο τέλος του έργου. Ο Μερσώ δικάζεται για την πράξη του, βρίσκεται έγκλειστος στις φυλακές και η ποινή που του έχει απαγγελθεί είναι η θανατική ποινή. Ο φόβος μπροστά στον επικείμενο θάνατό του τον κάνει να σκεφτεί την αδικία της τελεσίδικης αυτής ποινής. Θεωρεί ότι σε κάθε κατηγορούμενο οφείλεται μία τουλάχιστον ευκαιρία να ξεφύγει από τον θάνατο. Το αν όμως τελικά επιβλήθηκε ή όχι η θανατική ποινή στον ήρωα μένει ανοιχτό.
Το παράδοξο που γεννάται στον αναγνώστη είναι, ότι όλη αυτή η αγωνία του Μερσώ μπροστά στο θάνατο, το γεγονός ότι δικάστηκε από μεροληπτικούς δικαστές και ότι του επιβλήθηκε μία ποινή που αντιστρατεύεται κάθε ανθρώπινο δίκαιο, τον κάνει να ξεχνά ότι ο ήρωας είναι ένοχος για τη διάπραξη ενός φόνου. Η αδικία μίας πράξης σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε να απομακρύνει τη σκέψη του αναγνώστη από το άδικο γεγονός της αφαίρεσης μίας ζωής.
Με αφετηρία τις σκέψεις του για την θανατική ποινή, ο Μερσώ θυμάται για πρώτη φορά τον πατέρα του, ο οποίος σύμφωνα με τα λεγόμενα της μητέρας του είχε παρακολουθήσει την εκτέλεση μίας θανατικής ποινής. Δέχεται ακόμα την επίσκεψη ενός παπά, που του δίνει την ευκαιρία να ξεσπάσει και να εκφράσει τον αγνωστικισμό του. Το έργο τελειώνει με την ευχή του ήρωα να παρευρεθούν πολλοί άνθρωποι στην εκτέλεση της ποινής του και να τον υποδεχτούν με κραυγές μίσους. Ο θάνατος είναι διάχυτος και εδώ.
Ο θάνατος- ήλιος:
Ο ήλιος που είναι η πηγή ζωής, παίζει εδώ το ρόλο του θανάτου. Και εδώ επομένως έγκειται η θεωρία του παραλόγου. Ο ήλιος διατρέχει όλο το έργο. Στην ακολουθία της πομπής της μητέρας του ο ήλιος είναι τόσο διαπεραστικός, που δυσκολεύει όλους αυτούς που την ακολουθούν.
Λίγο πριν τον φόνο του Άραβα, ο ήλιος είναι αυτός που αποκλείει την επιλογή της επιστροφής του ήρωα στη σωτηρία του. Παρουσιάζεται ως ο αναπόδραστος παράγοντας για το αναπόφευκτο. Πυρώνει το βλέμμα του και τυφλώνει την σκέψη του. Η κυριολεκτική τύφλωσή του γίνεται και μεταφορική. Ο ήλιος είναι τόσο κυρίαρχος και η παρουσία του είναι τόσο καταλυτική που εύλογα κάποιος μπορεί να σκεφτεί ότι αν το έργο διαδραματιζόταν χειμώνα, τίποτα απ’ αυτά δεν θα συνέβαιναν στον ήρωα.
Η λάμψη του ήλιου είναι αυτή τέλος, που ο ήρωας αναζητά μέσα στη φυλακή. Εκεί πλέον ως σωτηρία, ως αίσθηση ελευθερίας.
Ο θάνατος-τραγωδία:
Πουθενά δεν αναφέρεται αυτή η λέξη και όμως κατακλύζει όλη τη δομή του έργου.
Όταν βρίσκεται κλεισμένος στη φυλακή ο Μερσώ διαβάζει μία είδηση για το φόνο ενός Τσεχοσλοβάκου. Ο νέος αυτός αποκρύπτοντας την ταυτότητά του δολοφονείται από τη μητέρα του και την αδελφή του. Η μητέρα του τον σκοτώνει με κίνητρο τα χρήματα και όταν αποκαλύπτεται ότι σκότωσε τον γιο της κρεμιέται και η αδελφή του ρίχνεται σ’ ένα πηγάδι. Η ιστορία αυτή θα μπορούσε να είναι επηρεασμένη από το μύθο του Οιδίποδα. Η πατροκτονία του μυθικού ήρωα αντιστρέφεται σε φόνο της μητέρας προς το ίδιο της το παιδί.
Η τραγωδία όμως με την έννοια της τελείωσης, βρίσκεται και στο τέλος του έργου. Ο ήρωας αισθάνεται τελειωμένος μετά το βίαιο ξέσπασμά του απέναντι στον παπά, συναισθάνεται ότι ολοκληρώνεται και ότι είναι έτοιμος να ξαναζήσει όλη του τη ζωή όπως νιώθει ότι και η μητέρα ήθελε να κάνει το ίδιο πράγμα, όταν στο άσυλο λίγο πριν το μοιραίο συμβάν είχε συνάψει φιλικούς δεσμούς μ’ έναν από τους συντρόφους της εκεί. Προφανώς ο ήρωας Μερσώ βλέπει σημεία ταύτισης.
Ο θάνατος-μάνα:
Το έργο ξεκινά με τον θάνατό της μητέρας από φυσικά αίτια. Ο Μερσώ νιώθει ατάραχος μπροστά στο γεγονός.
Κατά τη διάρκεια της δίκης για το φόνο του Άραβα η τροπή της υπόθεσής του αλλάζει και οι δικαστές τον δικάζουν περισσότερο ως κάποιον που έθαψε τη μητέρα του με ένοχη τη συνείδησή του, παρά για το ίδιο το έγκλημα που διέπραξε εναντίον του ίδιου του Άραβα.
Η μάνα επιστρέφει στο τέλος του έργου με το φαινόμενο του κύκλου. Εκεί ο ήρωας αισθάνεται για πρώτη φορά τόσο κοντά της συναισθανόμενος τις επιθυμίες της και την ανάγκη της ν’ αρχίσει να ξαναζεί. Μόνο σ’ αυτό το σημείο η μάνα αντιπροσωπεύει τη ζωή. Είναι αμφίβολο όμως αν πρόκειται για μία εξέλιξη του ήρωα ή αυτό σχετίζεται με το φόβο του Μερσώ μπροστά στον ίδιο το θάνατο.
Ποιός είναι τελικά αυτός ο ήρωας; Ο Μερσώ είναι ξένος προς τον εαυτό του και ξένος προς την κοινωνία. Δεν έχει κάποιο ιδεολογικό σχήμα πάνω στο οποίο να κρατηθεί, δεν πιστεύει στη μετά θάνατον ζωή και μόνο ο φόβος του θανάτου τον ταρακουνά. Το έργο είναι γραμμένο (1942) σε μία εποχή που οι συγγραφείς αισθάνονται ανίσχυροι μπροστά στον παραλογισμό του πολέμου και στις φρικαλεότητες που μπορεί να προξενήσει ένας άνθρωπος. Ο Καμύ μαζί με τον Σάρτρ θέτουν τις βάσεις για τον υπαρξισμό, σύμφωνα με τον οποίο ο άνθρωπος βρίσκεται εγκλωβισμένος σε μια ζωή που του προκαλεί ανασφάλεια, δεν αισθάνεται ότι μπορεί ν’ αλλάξει την γύρω του κατάσταση με την δική του επέμβαση και πρέπει να αντιπαρατεθεί με την ίδια του την ύπαρξη για να βρει έναν αυτόνομο τρόπο σωτηρίας. Το ρεύμα του υπαρξισμού άσκησε μεγάλη επιρροή στην εποχή του ψυχρού πολέμου, αλλά δεν (;) θα πάψει ποτέ να είναι επίκαιρο.
Ο Καμύ θέλει να διακηρύξει μέσα από την αδράνεια του ήρωα του, την κατάφαση στη ζωή και την ανάγκη αναζήτησης της ευτυχίας μέσα από ένα απλό χάδι ή την ζεστή αγκαλιά της θάλασσας.
Έφη Παυλογεωργάτου