Κάτι τέτοιο δεν ίσχυε παλιότερα. Κατά τη χρονική περίοδο πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο αποτελούσε η αντιπολεμική λογοτεχνία μόνο μια εξαίρεση, όπως για παράδειγμα το μυθιστόρημα της Bertha von Suttner “Die Waffen nieder!”  και μεταξύ των δύο παγκόσμιων πολέμων κυριαρχούσαν και οι δύο τάσεις. Οι υπέρμαχοι του πολέμου με βασικότερους εκπροσώπους τους Ernst Junger, Werner Beumelburg , Franz Schauwecker ασχολήθηκαν περισσότερο με την προπαγάνδα εθνικοσοσιαλιστικών προτύπων, τα οποία πραγματοποίησαν αργότερα οι Ναζί. Το νέο πρότυπο του ανθρώπου, που προβαλόταν μέσω των ηρωικών φιγούρων στα πολεμικά μυθιστορήματα, βασιζόταν στο μοντέλο του στρατιώτη με τονισμένα τα χαρακτηριστικά της υπακοής, της υποχρέωσης απέναντι στην πατρίδα, της μαχιμότητας, της συντροφικότητας και της ετοιμότητας για θυσία ακόμα και της ίδιας της ζωής. Ο πόλεμος αποτελούσε για αυτούς τους συγγραφείς μιά αναγκαία και μοιραία πραγματικότητα, που αναδεικνύει την ουσιαστική ποιότητα του ανθρώπου. Τα περισσότερα φιλοπολεμικά βιβλία γράφτηκαν σαν αντίδραση στην τεράστια επιτυχία του αντιπολεμικού μυθιστορήματος του Erich Maria Remarque “Im Westen nichts Neues”, όπου ο πόλεμος παρουσιάζεται καταστροφικός, ο στρατιώτης αβοήθητος.  Με το ψυχολογικό τραύμα του στρατιώτη όπως τον παρουσιάζει ο Remarque ταυτίστηκε πάρα πολύς κόσμος. Χαρακτηριστικό είναι οτι η γενιά αυτή ονομάστηκε «γενιά δίχως μέλλον». Αλλοι σημαντικοί αντιπολεμικοί συγγραφείς ήταν οι Arnold Zweig, Ludwig Renn, Ernst Glaeser κ.α. Η επιστημονική λογοτεχνική κατηγορία «αντιπολεμικό μυθιστόρημα της δημοκρατίας της Βαιμάρης» εισήχθη στα τέλη της δεκαετίας του 70, καθώς στην εποχή τους χρησιμοποιούνταν ο όρος «πολεμικά βιβλία» άσχετα αν επρόκειτο για φιλοπολεμικά ή αντιπολεμικά βιβλία.

 

Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ο πόλεμος στη λογοτεχνία δεν παρουσιάζεται πλέον σαν μια «φυσική» κατάσταση. Ο ολοκληρωτικός χαρακτήρας των σύγχρονων πολέμων υπήρξε καταλυτικός όσον αφορά στη στάση των συγγραφέων απέναντί τους. Ο πόλεμος σε όλα τα λογοτεχνικά έργα της μεταπολεμικής περιόδου χάνει την αίγλη και το ήθος του και παρουσιάζεται σαν ένα δολοφονικό, απάνθρωπο γεγονός. Οι πρωταγωνιστές είναι φιγούρες που είτε σκοτώνονται στον πόλεμο ή υποφέρουν από τα αποτελέσματά του, είναι θύματα της καταστροφής και δεν συνδέονται πλέον με τις ηρωικές, θαρραλέες φιγούρες του παρελθόντος. Οι συγγραφείς πάνε όμως ακόμα παραπέρα και θεωρούν πλέον τον πόλεμο σαν μια πολιτική πράξη. Σε αυτά τα πλαίσια ασχολούνται με το βασικό ερώτημα των ενόχων και ρίχνουν το φταίξιμο στους εκάστοτε φορείς της πολιτικής εξουσίας, ενώ ταυτόχρονα αναζητούν τα αίτια που οδηγούν σε πόλεμο καθώς επίσης και τα παρασκήνια.  Ετσι παρατηρείται και η μεταφορά του σκηνικού του τόπου της διαμάχης από το πεδίο μάχης στην κοινωνία, καθώς οι πόλεμοι δεν κερδίζονται σήμερα στο πεδίο μάχης, αλλά σε διπλωματικό και πολιτικό επίπεδο. Αναφορά πρέπει να γίνει στο σημείο αυτό και στη νέα ποιότητα του πολέμου, που λόγω των όλο και περισσότερο τεχνολογικά εξελιγμένων όπλων μειώνει την ανάγκη της μάχης σώμα με σώμα. Η νέα αυτή ποιότητα του πολέμου αναφέρεται σε αρκετά έργα όπως του Duerrenmatt “Die Physiker” και του Kipphardt “In der Sache J.Robert Oppenheimer”, όπου κυριαρχεί ο προβληματισμός της ατομικής βόμβας.

Ενα παράδειγμα της μεταφοράς του σκηνικού αποτελεί  το έργο του  Peter Weiss “Viet Nam Diskurs”. Η υπόθεση εκτιλύσσεται στο Βιετνάμ και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ολο το δεύτερο μέρος του έργου ασχολείται με το σχεδιασμό και τις διπλωματικές αποφάσεις  που πάρθηκαν σε αυτό τον πόλεμο και δεν υπάρχει καμία  σκηνή που να περιγράφονται μάχες.

 

Η κριτική και η στηλίτευση των συγγραφέων ειναι άμεσα συνυφασμένη με τις εκάστοτε κοινωνικές διαμάχες. Ετσι η έννοια πόλεμος αποκτά στη λογοτεχνία όλο και νέα χαρακτηριστικά, καθώς όλο και διαφορετικοί φορείς της εξουσίας αποφασίζουν ή επηρεάζουν τους πολέμους. Η ενασχόληση των λογοτεχνών με τους υπαίτιους των πολέμων διαφαίνεται σαν μια αναγκαιότητα ίσως επειδή και η επιτακτικότητα της σταθεροποίησης της ειρήνης να είναι μεγαλύτερη από άλλες εποχές. Ο πόλεμος αντιμετωπίζεται πλέον σαν ένα παγκόσμιο φαινόμενο, γιατί με τη νέα ποιότητα του πολέμου διακινδυνεύει η ύπαρξη του πλανήτη.

Το θέμα της υπαιτιότητας αντιμετωπίζεται από τους συγγραφείς κάτω από δύο προοπτικές. Με το ποιός φταίει για τους πολέμους και με το ποιά προπαγάνδα χρησιμοποιούν. Οι εκάστοτε φορείς της εξουσίας, οι οποίοι χρεώνονται σύμφωνα με τους συγγραφείς την υπαιτιότητα, προσπαθούν να δικαιολογήσουν εναν πόλεμο απέναντι στην κοινή γνώμη, ώστε να κινητοποιήσουν μάζες για την επίτευξη των σκοπών τους. Η σύμφωνη γνώμη της μάζας είναι αποτέλεσμα της ηθικοποίησης των σημερινών πολέμων. Με την απομυθοποίηση του πολέμου, σύμφωνα με την προπαγάνδα, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ο πόλεμος σαν μια εξαιρετική περίπτωση, που δεν αφήνει περιθώρια επιλογών, ακριβώς επειδή το «κακό», συνήθως προσωποποιημένο (βλ. Σαντάμ, Μιλόσεβιτς) παρουσιάζεται ως εχθρός της ειρήνης. Χαρακτηριστικά ο Peter Handke στα έργα του “Gerechtigkeit fuer Serbien”, “Die Fahrt im Einbaum” κατηγορεί τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για μονόπλευρες ανταποκρίσεις και ψευδείς πληροφορίες ξεπερνώντας με αυτό τον τρόπο το ρόλο τους παίρνοντας έναν άλλο, αυτόν του δικαστή. Περιγράφονται σαν ύαινες του πολέμου δημιουργώντας με την γλώσσα εχθρούς με απώτερο σκοπό να θεμελιώσουν και να ενδυναμώσουν τη δική τους εξουσία.

Συγγραφείς προσπαθούν καθ’ όλη τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα να αποκαλύψουν όλες αυτές τις στρατηγικές όχι μόνο για την απομυθοποίηση του πολέμου, αλλά και για την κινητοποίηση των πολιτών εναντίον του.

 Ιρις Βατσέλλα

Φεβρουάριος 2004